άλουτρος

άλουτρος
η , ο см. άλουστος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "άλουτρος" в других словарях:

  • άλουτρος — η, ο [λουτρό] άλουστος, αμπανιάριστος …   Dictionary of Greek

  • αλουτράριστος — η, ο ο άλουτρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. α στερητ. + *λουτραριστός < *λουτράρω (κατά τα παραγόμενα από ρ. σε ίζω) < λουτρό] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»