άλουτρος
Смотреть что такое "άλουτρος" в других словарях:
άλουτρος — η, ο [λουτρό] άλουστος, αμπανιάριστος … Dictionary of Greek
αλουτράριστος — η, ο ο άλουτρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. α στερητ. + *λουτραριστός < *λουτράρω (κατά τα παραγόμενα από ρ. σε ίζω) < λουτρό] … Dictionary of Greek